Ορεινή Ήπειρος, σωτήριον έτος 1949, λίγο μετά την ήττα του Δ.Σ.Ε. (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) στο Γράμμο και το Βίτσι. Ο ενωμοτάρχης της περιοχής συλλαμβάνει τη Βασιλική, επειδή μετέφερε τρόφιμα στον αντάρτη άνδρα της. Συγκλονισμένος και γοητευμένος από την ομορφιά της, δεν αντιστέκεται στον πειρασμό και την βιάζει. Λίγο αργότερα φεύγει με μετάθεση για το Βόλο, αλλά επιστρέφει και πάλι για τη Βασιλική. Της ζητάει να τον ακολουθήσει, βεβαιώνοντας την μάλιστα ότι ο άνδρας της έχει πεθάνει. Ο τόσο δυνατός έρωτάς του για μια γυναίκα αντιφρονούντος κομμουνιστή γίνεται αιτία να αποταχθεί απ’ τη χωροφυλακή κι έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στην Ξάνθη. Παντρεύεται τη Βασιλική και προσπαθεί να βρει χρυσάφι στο Όρος Παγγαίο. Όμως τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν. Μετά το θάνατο του συνεταίρου του σε ατύχημα και την άρνηση των ομοϊδεατών του να τον βοηθήσουν να ανοίξει ορυχείο, αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια ενός καπνέμπορα, ανθρώπου με δεσπόζουσα κοινωνική θέση στην περιοχή. Όταν ο τελευταίος –ο οποίος στο μεταξύ έχει κάνει ερωμένη του τη Σμαράγδα, την κουνιάδα του Λεωνίδα– τον προδίδει, ο Λεωνίδας τον σκοτώνει, υπογράφοντας έτσι και τη δική του οριστική καταδίκη. Η Βασιλική και η αδελφή της παίρνουν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και επιστρέφουν στο χωριό τους.