Κάθε πρωί, ο Σταύρος σηκώνει τα μεταλλικά στόρια του ψιλικατζίδικου, κρεμάει τις αθλητικές εφημερίδες και τακτοποιεί τις καρέκλες όπου θα κάτσει με τους φίλους του όλη μέρα. Απέναντι στο πεζοδρόμιο, ο σκύλος ενός από αυτούς, ο Πατριώτης, γαυγίζει σε όποιον Αλβανό περνάει, πράγμα που τους κάνει ιδιαίτερα υπερήφανους. Μέσα στο ψιλικατζίδικο, η μάνα του Σταύρου, στα πρόθυρα του Αλτσχάιμερ, λαγοκοιμάται στην πολυθρόνα της. Αυτή η ρουτίνα ταρακουνιέται ξαφνικά, τη μέρα που η γηραιά κυρία πέφτει στην αγκαλιά ενός Αλβανού εργάτη, αποκαλώντας τον γιέ μου στα αλβανικά. Καμιά φορά, το να αντιμετωπίζεις ένα σοβαρό θέμα με χιούμορ και ειρωνεία, αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό.