Ο Χαράλαμπος Λαρδής είναι ένας φτωχός τσαγκάρης. Δεν μπόρεσε να
ξεπεράσει τον ηρωικό χαμό του γιου του στα βουνά της Αλβανίας, και της
γυναίκας του αμέσως μετά. Από τον πόνο του άρχισε να γυρνάει στις
ταβέρνες της Πλάκας, όπου οι θαμώνες τον γεμίζουν κρασί για διασκέδαση
και τον περιγελούν. Η κόρη του η Άννα, δυναμική και τίμια γυναίκα πιάνει
δουλειά ως δακτυλογράφος στα οινοποιεία Μπακά και εργάζεται με πολύ
ζήλο. Εκεί θα την προσέξει ο ανερχόμενος υιός Άλεκ, ο οποίος αρχικά θα
τη φλερτάρει, αλλά γρήγορα θα την αγαπήσει για τα προτερήματά της και θα
της προσφέρει γάμο. Οι γονείς του είναι εναντίον του γάμου, διότι
προετίμαζαν προξενιό με την κόρη άλλου μεγαλύτερου οινοβιομήχανου.
Τελικά δέχονται να γνωρίσουν τους γονείς της Άννας και προγραμματίζουν
επίσκεψη. Ο Χαράλαμπος, ενώ από καιρό προσπαθεί να κόψει το κρασί,
εκείνη τη μέρα από τρακ τριγυρνάει στις ταβέρνες και γίνεται στουπί.
Επιστρέφει στο σπίτι αργά και χαλάει την επίσκεψη με την εμφάνισή του. Η
Άννα όμως μένει πιστή στον πατέρα της και ζητάει συγνώμη από τον
αρραβωνιαστικό της και τους γονείς του, λέγοντας ότι ο γάμος αυτός είναι
αδύνατο να γίνει. Ο Χαράλαμπος στην απόγνωσή του αποφασίζει να
αυτοκτονήσει με τη φαλτσέτα στο μαγαζί για να μην γίνεται εμπόδιο στη
ζωή της κόρης του. Η πράξη του αυτή όμως θα δέσει συναισθηματικά τις δυο
οικογένειες και θα αποκαλύψει τα ευγενικά αισθήματα που τρέφουν όλοι
αναμεταξύ τους. Στο κρεβάτι του νοσοκομείου την ώρα που ψυχοραγεί θα
δώσει την ευχή του για το γάμο, ενώ συμπέθεροι και μέλλοντες νιόπαντροι
αγκαλιάζονται συγκινημένοι.